Skip to main content

Από τη Λαγκάδα στον Σταυρό

Από τη Λαγκάδα στον Σταυρό

Διασχίσαμε γρήγορα τον ελαιώνα και ανεβήκαμε στη Λαγκάδα, στην πλατεία μια παρέα Γάλλων ετοιμάζεται να διασχίσει την ίδια διαδρομή μ’ εμάς. Πήραμε το μονοπάτι για τη μονή Χρυσοστόμου, ελαφριά ανηφόρα ανάμεσα σε ελιές, συκιές, θάμνους και μαντριά. Το μοναστήρι άστραφτε από μακριά, πολλά κελιά και βοηθητικοί χώροι και μέσα στο ναό συντηρημένες αγιογραφίες. Τριγύρω τα κατσίκια είχαν φάει τα πάντα, ένα γαϊδούρι κόλλησε το κεφάλι του στα κάγκελα, για παρηγοριά τού δώσαμε ένα μήλο.

Συνεχίσαμε ανεβαίνοντας περιμετρικά μια ψηλή ξερολιθιά με ανατολική κατεύθυνση, μπροστά μας ήταν οι Γάλλοι. Γρήγορα το μονοπάτι στένεψε, τα βράχια έγιναν κοφτά προς τα κάτω και στο Αιγαίο διακρίνονταν Σταυρόςόλα τα γειτονικά νησιά, μέχρι την Ικαρία και τα Δωδεκάνησα· ακροβολισμένα τριγύρω, ακίνητα και εμβληματικά μάς κοιτούσαν μερικά αγριοκάτσικα. Το μονοπάτι πια ήθελε προσοχή, από κάτω γκρεμός, μια Γαλλίδα σταμάτησε στο σημείο με τη εντυπωσιακότερη θέα, εκεί θα περίμενε τους φίλους της να επιστρέψουν. Στην τελευταία στροφή γυρίσαμε νότια, μπροστά μας ο μικρός ναός του Σταυρού και στο βάθος η Ανάφη και η Αστυπάλαια. Το μονοπάτι ανηφόριζε λίγο μέχρις ένα σημείο που μπορούσες να δεις σχεδόν όλη την ανατολική πλευρά της Αμοργού κι εκεί τελείωνε. Βράχια, θάλασσα και ουρανός…

Επιστρέψαμε με το τελευταίο φως και νύχτα φτάσαμε στα Θολάρια. Δεν είχε κρύο σήμερα, κυκλοφορούσε αρκετός κόσμος, κάποιοι στόλιζαν στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων που γιορτάζει αύριο. Καθήσαμε απέναντι, έξω στο καφεστιατόριο, η γλυκιά ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια μας έφερε ό,τι είχε. Στο διπλανό τραπέζι δυο ντόπιοι και μια Γερμανίδα που ζει μόνιμα στο νησί έπιναν το ουισκάκι τους. Ολοι οι χωριανοί που περνούσαν τους χαιρετούσαν, οι περισσότερες κουβέντες κι εδώ για τις ελιές, αλλά και για τη γιορτή της εκκλησίας, για έναν ξαφνικό θάνατο ενός νέου ανθρώπου και σκληρά σεξουαλικά υπονοούμενα με το δικό τους τρόπο. Ενα μονόπρακτο που με μικρές διαφορές επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, μια ρουτίνα που ησυχάζει τους ανθρώπους, τους ριζώνει στον τόπο τους, τους δίνει σιγουριά και συντροφικότητα. Μέσα στη μαύρη νύχτα κατηφορίσαμε το μονοπάτι για τον Ορμο. Η επόμενη μέρα ήταν… καλοκαίρι και την περάσαμε στη θάλασσα, διάφανη και ακύμαντη αν και κρύα πια.

Ξημερώματα, με το πρώτο φως περιμέναμε το πλοίο, 6.30 και στο λιμάνι μεγάλη κίνηση, κάποιοι περίμεναν να παραλάβουν ή να παραδώσουν πράγματα και αρκετοί να φύγουν για Νάξο και Πειραιά. Ολα έγιναν γρήγορα και μέσα στην άπνοια και τη διάχυτη ομίχλη απομακρυνθήκαμε από τον κόλπο.