Skip to main content

Παναγία η Χοζοβιώτισσα

Δε θάχει ακόμα φέξει, όταν τα βήματα μας ηχούν ξερά πάνω στο πλακόστρωτο. Η Χώρα, βυθισμένη σε βαθύ ύπνο, μας συναρπάζει τώρα περισσότερο ίσως από ποτέ, με τη σκοταδιασμένη της όψη, την αληθινά μεσαιωνική. Μυρωδιά γιασεμιού… Που και που τ’ αναμμένο καντήλι κάποιας εκκλησιάς τρεμοπαίζει στην ασέληνη νυχτιά…

Περνούμε βιαστικά την Εμπροστιάδα. Στην έξο­δο, κοντοστεκόμαστε για λίγο… Αφουγκραζόμαστε την απόλυτη σιωπή! Ο Φωτοδότης, άγρυπνος φρουρός της Χώρας, μας κοιτάζει από μακριά, αυστηρός, αθέατος πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές του μετοχιού.
Πάνω που φτάνουμε στον Καλογερικό, πήρε να χαράζει… Ο ορίζοντας, κατακόκκινος ίσια στην ανατολή, αφήνει να ξεχωρίζει κιόλας το Βιόκαστρο, καταμεσής της θάλασσας, απέναντι από τα «γκρεμά». Το μονοπάτι φαίνεται πια καθαρά.
Σαν αστραπή έρχονται στο νού οι θρύλοι του Καλογερικού… Οι σκιές των αερικών που τολμούν να περιπλανώνται στον παλιό Δαιμονότοπο και να φανερώνονται ακόμα,
στο «μπροβάλλισμα» του μονοπατιού, σ’ όσους δε διστάζουν να νυχτοπερπατούν σ’ αυτά τα μέρη… Ανατριχίλα.
Ξημέρωσε. Το μονοπάτι, σε λιγότε­ρο από ‘να τέταρτο, μας έχει κατεβά­σει χαμηλά στο γκρεμό. Τα κύματα στα βράχια ακούγονται, σα να σκάνε δίπλα μας. Πλησιάζουμε με δέος την αυλόπορτα με το σταυρό, και μπαί­νουμε…
Οι τρομεροί βράχοι που περιζώνουν το Μοναστήρι, θαρρείς ότι έχουν πυρακτωθεί μεσ’ τη φλόγα του ήλιου που ανατέλλει!

«Ἐπειδὴ γὰρ τὸ παρὰ τὴν  νῆσον ταύτην χωρίον ἐν ὧ τά  νῦν τὸ ἱερὸν τοῦτο καὶ σεπτὸν μοναστήριον ἐγκαθίδρυται, δαιμόνων τὸ πρότερον καταγώγιον καὶ διὰ τοῦτο παρὰ τοῖς ἐγχωρίοις καλούμενον «Δαιμονότοπος»,ἄβατος παντελῶς, δι’ ἀποκαλύψεως θείας τῶν ἐκεῖ πρῶτον ἀφικομένων ἀλλαχόθεν σεβασμίων ἐκείνων γερόντων καὶ βασιλικὴ θεία χάριτι καὶ ἐπιμελεία τοῦ μακαρίου καὶ ἀοιδίμου βασιλέως κυροῦ Ἀλεξίου τοῦ Μεγάλου Κομνηνοῦ ἀνηγέρθη ἒκ βάθρων καὶ ἀπηρτίσθη εἰς μοναστήριον βασιλικῶς τε καὶ μεγαλοπρεπῶς.»

Με τούτα τα λόγια που καταγράφηκαν σε σιγίλλιο* του 1583, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ ο Τρανός, επιχείρησε ν’ αποδώσει σε γραπτό λόγο, το δέος ψυχής και το αισθητικό μεγαλείο που η θέαση της Χοζοβιώτισσας προκαλεί στον εμβρόντητο επισκέπτη. Μα αυτός,ανυποψίαστος για την ώρα, δε φαντάζεται ότι το μέγα μνημείο που χίλια χρόνια κρέμεται στο κενό, γαντζωμένο στων «φτερών» του Προφήτη Ηλία τις σχισμάδες, το προστατεύει με περισσή στοργή ολάκερη η Αμοργός, με όλες τις φυσικές και υπερβατικές της δυνάμεις!
Το σκαλωτό λιθόστρωτο που ανεβάζει στο Μοναστήρι, σμιλεμένο κυριολεκτικά πάνω στο γκρεμό, αφήνει ενα τεράστιο οπτικό πεδίο ελεύθερο προς την ανοιχτή θάλασσα. Από την άλλη μεριά τα αιχμηρά πελώρια βράχια, σε πολλά σημεία της ανηφορικής διαδρομής,»κλείνουν» τον ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια μας, γέρνοντας απειλητικά προς το κενό.

Κοντοζυγώνοντας στο κτίριο της Μονής των Σκαλών,βιώνουμε σιγά σιγά την σχέση αμοιβαιότητας και εναρμόνισης του οικοδομήματος με το τοπίο. Από αρχιτεκτονική ματιά, η Μονή στο σύνολο της είναι το προϊόν θαυμαστής υιοθέτησης του ύφους και της μορφής του περιβάλλοντα χώρου. Μόνη διαφοροποίηση φαίνεται να υπάρχει στη χρήση του ασβέστη, με μια λευκότητα απαστράπτουσα στον εκτυφλωτικό ήλιο των Κυκλάδων.Μια λευκότητα χαρακτηριστική, πολυεδρική, δηλωτική της ανθρώπινης παρουσίας στον χώρο, και συνάμα της ιδιότυπης λατρευτικής λειτουργίας του.
Με τις σκέψεις αυτές θα διαβούμε τη χαμηλή θύρα εισόδου (με το μεταβυζαντινό μαρμαρόγλυπτο  περιθύρωμα) που «στέφεται» από το παλαιότερο ενετικό τόξο του 15ου αι. Κοντά μας είναι τώρα οι μοναχοί, ευπροσήγοροι, πρόθυμοι για φιλοξενία και ξενάγηση στον ιερό χώρο. Είναι απίστευτο το πώς σ’ ένα τέτοιο κτίριο, μεγίστου πλάτους μόλις 5 μέτρων, και οκτώ ορόφους κατά μεγάλο μέρος λαξευμένους σε βράχο, είναι δυνατό να υπάρχει ένα μακραίωνης διάρκει­ας, πλήρες συγκρότημα μοναστικών εγκαταστάσεων: από τα πολυάριθμα κελιά, μέχρι τις στέρνες του βρόχινου νερού, τους φούρνους, τα μαγερειά, τα πατητήρια, τα κελάρια για το λάδι και το κρασί… Και βέβαια, την τρά­πεζα, τη μικρή σάλα υποδοχής, το ανεκτίμητης αξίας Σκευοφυλάκιο! Πολυάριθμες στενές σκάλες, συνεχόμενες ή σε πλήρη αλ­ληλουχία με τον φυσικό βράχο, δημι­ουργούν ένα λαβυρινθώδες σύστημα μετάβασης από το ένα επίπεδο στο άλλο, από τα παλαιότερα βυζαντινής περιόδου τμήματα της Μονής στα νεώτερα, με τα ενετικά και μετα­βυζαντινά στοιχεία (οι βυζαντινές καμάρες αλληλοδιαδέχονται τα οξυκόρυφα τόξα ή ανακαινιστικά υπέρθυρα με επιγραφές 1632,1668…)

Η μικρή, χτισμένη στο βράχο εκκλησιά, συνιστά, από κοινού με τις σκήτες των πρώτων μοναχών του 9ου αι. (σπηλαιώδη κοιλώματα που αργό­τερα μετατράπηκαν σε κελιά) την πρώτη ανθρώπινη επέμβαση στο χώρο της μετέπειτα Μονής. Δεσπό­ζει, στο ψηλότερο σημείο του Μοναστηρίου. Απ’ την ώρα που θα πρωτομπούμε στην εκκλησιά, εκείνη μας ταξιδεύει στο χρόνο. Ξεχωρίζουν οι δύο βυζαντινές εικόνες της Χοζοβιώτισσας, η ιστορική «Κυρία η Χοζηβίτισσα» (στο προσκυνητάρι) και η γνωστή ως «Κτητόρισσα» ή «Παναγία η Μαυρομάτα» (στο τέμπλο). Επίσης, τα έργα κρητικής σχολής «Παναγία η Πορταΐτισσα», γνωστή και σαν «Θεοτοκιό» (15ος αι.) από το Άγιο Όρος, και η «Δέηση του Γενναδίου» (1619), σπάνιο τεκμήριο αδελφοποίησης και ανταλλαγών μοναχών μεταξύ των Μονών Χοζοβιώτισσας και Πάτμου κατά τον 17ο αι. (εικονίζει θαυματουργή διάσωση πλοίου). Σε ασημέ­νιο εξαπτέρυγο του 1652, αναγράφε­ται το όνομα του ιδρυτή της Μονής Αλεξίου Κομνηνού. Εδώ σώζεται και η σμίλη του πρωτομάστορα, που ήταν καρφωμένη σε θέση, κατά την παρά­δοση υποδεδειγμένη από την Πα­ναγία για την κτίση της Μονής.

Τους πολιτιστικούς θησαυρούς που φυλάσ­σονται στο Μοναστήρι, συμπληρώνουν τα πλούσια σε αριθμό και είδος κειμήλια του Σκευοφυλακίου. Στον κατάλληλα διαμορφω­μένο (χάρις στις φι­λότιμες προσπάθειες των μοναχών, του ηγουμένου και της Λ. Μαραγκού) εκθεσιακό χώρο της Μονής, παρουσιά­ζονται βυζαντινοί κώδικες και μετα­βυζαντινά χειρόγρα­φα σε περγαμηνή, χαρτί και μεμβράνη (10ου έως και 18ου αι.), ορισμένα από τα οποία φέρουν λαμπρές μικρογρα­φίες, σιγίλλια των οικουμενικών πα­τριαρχών Ιερεμίου Β’ και Γαβριήλ, εκ­κλησιαστικά κεντή­ματα, ενεπίγραφα αργυρά σκεύη, άμ­φια αρχιερέων κ.ά.
Πρίν αποχαιρετήσουμε τους μοναχούς, τους τελευταίους, ακούραστους συνεχιστές της πορείας της Χοζοβιώτισσας μέσα στο χρόνο, θα σταθούμε για κάμποση ώρα σ’ ένα από
κείνα τα «υπερκόσμια μπαλκόνια» της Μονής, τα ολάνοιχτα στο θαλάσσιο ορίζοντα… Εκεί, θα νοιώσουμε ώριμη πια μέσα μας την πεποίθηση ότι το θείο, ως εκστασιακή εμπειρία, «φωλιάζει» σε τόπους κατ’ εξοχή σαν τη Χοζοβιώτισσα… Όπου η αίσθηση της απεραντοσύνης του πόντου είναι τόσο ζωντανή, ώστε αντικατοπτρίζει πιστά, μέσ’από το αιγαιοπελαγίτικο φως, την απεραντοσύνη της Οικουμένης…

Φωτογραφίες Γιάννης Λάριος